Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάσηισιν — πάσῃσιν , πάσσω sprinkle aor subj act 3rd sg (epic) πά̱σῃσιν , πᾶς papa fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόρνυμι — ἐνόρνυμι (Α) [όρνυμι] διεγείρω, εξεγείρω («τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν») … Dictionary of Greek